Skip to main content

ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ: ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΝΤΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ (ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΩΝ), ΑΘΗΝΑ Ν. ΜΑΛΑΠΑΝΗ

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΝΤΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ
ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ: ΑΘΗΝΑ Ν. ΜΑΛΑΠΑΝΗ


Ορισμός της επιστήμης της Κοινωνιολογίας: Όλοι οι άνθρωποι είμαστε κοινωνικά όντα, καθώς γεννιόμαστε και αναπτυσσόμαστε και διαμορφωνόμαστε σε κοινωνικά περιβάλλοντα. Η επιστημονική μελέτη των κοινωνικών αντιδράσεων και της κοινωνικής αλληλεπίδρασης, καθώς και των κοινωνικών δομών αποτελεί την επιστήμη της Κοινωνιολογίας. Η επιστήμη της Κοινωνιολογίας χρησιμοποιεί μετρήσεις και παρατηρήσεις, με απόρροια να εντοπίσει και να μελετήσει τις κοινωνικές δομές και τα ποικίλα κοινωνικά προβλήματα, αλλά κυρίως να βρει απαντήσεις και τρόπους αντιμετώπισής τους. Έτσι, η κοινωνιολογική έρευνα βρίσκει συχνά πρακτική εφαρμογή σε ποικίλα κοινωνικά ζητήματα, όπως λ.χ. προβλήματα στην εκπαίδευση, την υγεία, το περιβάλλον.
Η κοινωνιολογική προσέγγιση αυτών των ζητημάτων μάς ωθεί στο να ανακαλύψουμε νέα επίπεδα κοινωνικής πραγματικότητας, να αντιληφθούμε την πολυπλοκότητα των κοινωνικών προβλημάτων και κατά συνέπεια, να ευρεθούν οι πλέον αποτελεσματικές λύσεις και τρόποι αντιμετώπισής τους ώστε να βελτιωθεί ο τρόπος ζωής και οι κοινωνικές συνθήκες μας. Ο κοινωνιολόγος Έλιοτ Λίμποου ανακάλυψε πώς μπορεί η Κοινωνιολογία να αποκαλύψει νέα επίπεδα κοινωνικής πραγματικότητας.


Κοινωνιολογική φαντασία του Ράιτ Μίλς: Μόνο αν κατανοήσουμε την κοινωνική μας ζωή και πραγματικότητα θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε και την ατομική μας ζωή. Άρα, η κοινωνιολογική φαντασία είναι η ικανότητά μας να αντιλαμβανόμαστε ότι οι εμπειρίες, τα βιώματα και τα επιτεύγματά μας είναι -εν μέρει τουλάχιστον- μια αντανάκλαση των κοινωνικών συνθηκών της εποχής και της κοινωνίας (π.χ. σχολείο, δουλειά, οικογένεια, γειτονιά) όπου ζούμε και ενεργούμε.


Μικροκοινωνιολογία: Κοινωνιολογική μελέτη και έρευνα που ασχολείται με τη συμπεριφορά, τις διαδραστικές σχέσεις και τις δι-αντιδράσεις των ατόμων πρόσωπο με πρόσωπο στο πλαίσιο της κοινωνίας. Λεπτότερη μελέτη των όσων λένε, σκέφτονται και πράττουν οι άνθρωποι.


Μακροκοινωνιολογία: Κοινωνιολογική μελέτη και έρευνα που ασχολείται με τα μεγάλης κλίμακας κοινωνικά προβλήματα και τις μακροπρόθεσμες συνέπειες και επιρροές τους στην ανθρώπινη κοινωνία και ζωή. Έτσι, μελετώνται μεγάλες κοινωνικές ομάδες στο σύνολό τους (π.χ. θεσμοί, οργανισμοί, οι κοινωνικές δομές και οι κοινωνικές τάξεις, η οικογένεια, η εκπαίδευση - το σχολείο, η οικονομία, ο πολιτισμός, η θρησκεία).
Η μικρο- και η μακρο-κοινωνιολογία αλληλοεπιδρούν και αλληλο-σχετίζονται για να μελετηθούν εις βάθος τα ποικίλα και πολυπαραγοντικά κοινωνικά ζητήματα και να δοθούν έτσι, οι καλύτερες δυνατές λύσεις και τρόποι αντιμετώπισής τους.


Ιστορική εξέλιξη της Κοινωνιολογίας

Η επιστήμη αυτή επηρεάστηκε σημαντικά και της δόθηκε μια μεγάλη ώθηση κατά τη Γαλλική Επανάσταση και τη Βιομηχανική Επανάσταση, καθώς τότε σημειώθηκαν πολλές και ποικίλες κοινωνικοπολιτικές μεταβολές και ανακατατάξεις.


Αύγουστος Κοντ: Θωρείται πατέρας της σύγχρονης Κοινωνιολογίας, καθώς υποστήριξε ότι οι κοινωνικές μελέτες πρέπει να γίνονται με επιστημονικό τρόπο, δηλαδή με τη συστηματική παρατήρηση, το πείραμα και τη συγκριτική ιστορική ανάλυση. ~ Κοινωνική στατική και Κοινωνική δυναμική
Κοινωνική στατική: Μελέτη των κοινωνικών πτυχών ως προς τη δομή, την οργάνωσή τους και τη σταθερότητά τους. Έτσι, οι κοινωνικές ομάδες και οι κοινωνίες μπορούν να διαμορφωθούν και να διατηρηθούν μέσα στον χρόνο.
Κοινωνική δυναμική: Αφορά στη μελέτη της εξέλιξης των κοινωνικών δομών και οδηγούν σε ποικίλες κοινωνικές μεταβολές.


Χάριετ Μαρτινό: Υποστήριξε ότι η μελέτη της κοινωνιολογίας αποτελεί ένα διακριτό, θεσμικό πεδίο. Υποστήριξε ένθερμα και τα δικαιώματα των γυναικών, με αποτέλεσμα οι θεωρίες της να περιθωριοποιηθούν λόγω του ανδροκρατούμενου χώρου της κοινωνιολογικής επιστήμης.


Χέρμπερτ Σπένσερ: Υποστήριξε και αυτός την κοινωνική δυναμική και την κοινωνική στατική του Κοντ. Παρομοίαζε την κοινωνία με βιολογικό οργανισμό και την περιέγραφε ως σύστημα, καθώς είναι ένα σύνολο αλληλοσχετιζόμενων μερών, καθώς η κοινωνία αποτελείται από θεσμούς, όπως το ανθρώπινο σώμα από όργανα, και πρέπει όλοι αυτοί οι θεσμοί να αλληλοσυμπληρώνονται και να συντονίζονται για να λειτουργεί η κοινωνία εύρυθμα, δηλαδή να επιβιώνει όπως το ανθρώπινο σώμα.


Κοινωνικός δαρβινισμός: Η κοινωνία πρέπει να επιβιώσει, όπως ένας ανθρώπινος οργανισμός. Άρα, η κυβέρνηση δεν πρέπει να παρεμβαίνει στην κοινωνία και την εξέλιξη των κοινωνικών δομών και θεσμών, αλλά να την αφήνει να συμβεί φυσικά ούτως ώστε να επιβιώσουν μόνο οι ισχυρές κοινωνικές δομές και τάξεις, όπως και στη φύση, επιβιώνουν οι ισχυρότεροι οργανισμοί και τα ισχυρότερα είδη.


Καρλ Μαρξ: Αυτοπροσδιοριζόταν ως πολιτικός ακτιβιστής και όχι κοινωνιολόγος. Υποστήριζε πρωτίστως την αλλαγή της δομής των θεσμών του καπιταλισμού και την αντικατάστασή τους από άλλους θεσμούς πιο ανθρώπινους, καθώς η οικονομία και η κοινωνία πρέπει να είναι ανθρωποκεντρική και ανθρωπιστική. ~ Εστίαση της έρευνάς του στην οικονομία και τους τομείς οργάνωσης παραγωγής (πρωτογενής τομέας - γεωργοκτηνοτροφική παραγωγή, δευτερογενής τομέας - βιοτεχνία και βιομηχανία και τριτογενής τομέας - υπηρεσίες).
Η δουλεία αντικαταστάθηκε από τον φεουδαλισμό/φεουδαρχία και αυτή με τη σειρά της από τον καπιταλισμό.


Πάλη των τάξεων: Οι κοινωνικές τάξεις βρίσκονται διαρκώς σε συγκρούσεις, καθώς κάποιες κατέχουν τις μονάδες και τα μέσα παραγωγής και κάποιες άλλες όχι.
Διαλεκτικός υλισμός: Η θεωρία κατά την οποία υποστηρίζεται ότι η ιστορική εξέλιξη εξαρτάται από την πάλη των τάξεων, δηλαδή τη σύγκρουση των δυνάμεων της κοινωνίας ανάλογα με το ποιος κατέχει ή όχι τα μέσα παραγωγής. Άλλωστε, η κοινωνία διαμορφώνεται και εξελίσσεται μέσα από δυναμικές διαδικασίες και όχι στατικές δομές.
Το κοινωνικό οικοδόμημα (κοινωνικοπολιτικοί και οικονομικοί θεσμοί) στηρίζεται από την οικονομική παραγωγή, άρα από όσους κατέχουν τα μέσα παραγωγής και ελέγχουν την οικονομία και την οικονομική εξέλιξη. Επομένως, όποιοι κατέχουν τα μέσα παραγωγής και ελέγχουν την οικονομία σε μια κοινωνία -οι λεγόμενοι οικονομικοί παράγοντες- είναι οι ισχυροί και από αυτούς εξαρτάται και η εξέλιξη και πορεία του κοινωνικού οικοδομήματος. Αυτή η απόλυτη θεωρία του Καρλ Μαρξ οδήγησε πολλούς στο να τον χαρακτηρίσουν οικονομικό ντετερμινιστή.


Εμίλ Ντιρκάιμ: Στα τέλη του 19ου αιώνα, ο Εμίλ Ντιρκέμ επέλεξε έναν ελληνικό όρο για να περιγράψει μία νέα κοινωνική κατάσταση στη δυτική Ευρώπη, αυτόν της ανομίας (anomie). Σύμφωνα με τον Γάλλο κοινωνιολόγο, σε καταστάσεις ανομίας εκλείπουν οι σαφείς ρυθμίσεις, οι κανόνες και τα πρότυπα που καθορίζουν τον τρόπο λειτουργίας της κοινωνίας. Οι πολίτες δυσκολεύονται να συμμορφωθούν με κανόνες τους οποίους κρίνουν ανίσχυρους και ως συνέπεια αυτού αισθάνονται αποπροσανατολισμένοι και διακατέχονται από άγχος. Το φαινόμενο της ανομίας -δηλαδή της μη εφαρμογής των νόμων- αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα ενός λαού, εφόσον πιθανόν είναι να επιφέρει τον κοινωνικό κατακερματισμό και τη διάσπαση της συλλογικής συνείδησης. Καταστάσεις ανομίας βιώνει η ανθρωπότητα σε περιόδους οικονομικής κρίσης, διαπίστωσε ο Ντιρκέμ. Όμως, φαινόμενα ανομίας παρουσιάζονται και σε εποχές ευδαιμονίας, όταν η επαναστατικότητα τείνει να ταυτιστεί με την καταπάτησή των κανόνων και των νόμων.


Μαξ Βέμπερ: Γερμανός Κοινωνιολόγος. Αρνείται να ενσωματώσει τα κοινωνικά φαινόμενα μέσα στο πλαίσιο τελεολογικών ή ντετερμινιστικών φιλοσοφιών (μηδενιστικών, απόλυτων, κάθετων). Κάνοντας μια στροφή στο υποκειμενικό νοείν, ορίζει ως αντικείμενο της κοινωνικής επιστήμης την ατομική-κοινωνική δράση - μελετά και ερμηνεύει τη δράση του υποκειμένου μέσα στο κοινωνικό σύνολο, καθώς και τα αίτια που την έχουν προκαλέσει και τις συνέπειες που μπορεί να αποφέρει.
Η Κοινωνιολογία μελετά την ανθρώπινη υποκειμενικότητα στις πράξεις, τις συμπεριφορές και τα κίνητρα. Η έννοια του πράττειν έχεις τις εξής μορφές για τον Βέμπερ:
⦁ η παραδοσιακή πράξη, που συναρτάται με τον εθισμό και τη συνήθεια.
⦁ η θυμική πράξη, που κατευθύνεται από το ⦁ πλατωνικό θυμοειδές, όπως για παράδειγμα ένα χαστούκι, που δίνεται παρορμητικά.
⦁ η ορθολογική ως προς τα μέσα πράξη, που είναι μια δράση εργαλειακού ορθολογισμού, στραμμένη προς έναν ωφελιμιστικό στόχο και συνεπάγεται αντιστοιχία σκοπών και μέσων. Για παράδειγμα, ο στρατηγός που καταστρώνει τα πλάνα του ή ο επιστήμονας, που πειραματίζεται και αναζητά αποδείξεις
⦁ η ορθολογική ως προς την αξία δράση, που έχει ως κίνητρο δογματικές αξίες, με έντονο το στοιχείο της ανελαστικότητας. Παραδείγματος χάριν, έτσι δρα ο στρατιώτης που φεύγει για τον πόλεμο, ο ζωσμένος με εκρηκτικά Ταλιμπάν και ο καπετάνιος, που εγκαταλείπει τελευταίος το καράβι που βυθίζεται.
Οι τρεις μορφές κυριαρχίας κατά Βέμπερ είναι οι εξής:
⦁ η παραδοσιακή κυριαρχία, που στηρίζει τη νομιμότητά της στην παράδοση, όπως η εξουσία του χωροδεσπότη στη φεουδαλική κοινωνία ή η εξουσία του πατέρα μέσα στην ⦁ οικογένεια.
⦁ η χαρισματική κυριαρχία, που πηγάζει από μία εξαίρετη προσωπικότητα, προικισμένη με αίγλη. Ο χαρισματικός ηγέτης στηρίζει την εξουσία του στη δύναμη της πειθούς των μαζών, όπως ο ⦁ Μπενίτο Μουσολίνι, ο ⦁ Αδόλφος Χίτλερ,ο ⦁ Φρανθίσκο Φράνκο και ο⦁ Τζόζεφ Μακάρθι. Η υπακοή σε τέτοιους ηγέτες συναρτάται με τους συγκινησιακούς παράγοντες, που εκείνοι κατορθώνουν να διεγείρουν, ώστε να διατηρήσουν τον έλεγχο. Η ιστορία είδε να παρελαύνουν πολλοί τέτοιοι αρχηγοί, είτε ως αυτοκράτορες είτε ως πνευματικοί ταγοί είτε ως δικτάτορες.
⦁ η κυριαρχία του ⦁ νόμου, που στηρίζεται στην εξουσία ενός απρόσωπου και αφηρημένου δικαίου κι έτσι προκύπτει ένα ρεπουμπλικανικό μοντέλο, όπου ο νόμος είναι υπεράνω προσώπων και κατ' επέκταση παράγεται ένα είδος έλλογης νομικογραφειοκρατικής εξουσίας. Η γραφειοκρατική διοίκηση του κράτους είναι η δικαιότερη και αποτελεσματικότερη, αφού η εξουσία θεμελιώνεται στην αρμοδιότητα και όχι στο έθιμο ή στη δύναμη. Επίσης, η γραφειοκρατική λειτουργία απαγορεύει τις πελατειακές σχέσεις, προάγει την εξειδίκευση και ρυθμίζει τη σταδιοδρομία με αντικειμενικά κριτήρια.


Αμερικανική Κοινωνιολογία
Με την έλευση του 20ού αιώνα, διάφοροι παράγοντες δημιούργησαν ευνοϊκό κλίμα για την ανάπτυξη της Κοινωνιολογίας στις Ηνωμένες Πολιτείες:
Η βιομηχανική επανάσταση και η αστικοποίηση έδωσαν μεγάλη ώθηση στην κοινωνιολογική έρευνα. Η μαζική μετανάστευση αλλοδαπών στις Ηνωμένες Πολιτείες δημιούργησε προβλήματα απορρόφησης και αφομοίωσης. Η κοινωνιολογία και το σύγχρονο πανεπιστημιακό σύστημα αναδείχθηκαν ταυτόχρονα στις ΗΠΑ.
Παρά τα όποια ελαττώματά της, η αμερικανική κοινωνία ήταν κατά βάση υγιής.
Ο Lester Ward (1841‐1918) πίστευε ότι έργο των κοινωνιολόγων ήταν να διατυπώσουν τους βασικούς νόμους του κοινωνικού βίου με σκοπό να μεταρρυθμίσουν την κοινωνία.
Ο William Graham Sumner (1840‐1910) υιοθέτησε την προσέγγιση της επιβίωσης του ικανοτέρου.
Εξαίρεση στο κλίμα αισιοδοξίας αποτελεί το έργο του Αφροαμερικανού W.E.B. Du Bois (1868‐1963), ο οποίος έκανε αναλύσεις και μελέτες στη φυλετική ανισότητα και εισηγήθηκε ριζικές τομές για την εξάλειψή της.
Το 1893 ιδρύθηκε στο Πανεπιστήμιο του Chicago το πρώτο τμήμα κοινωνιολογίας στις ΗΠΑ. Εκεί πραγματοποιήθηκαν μελέτες για τις συμμορίες των εφήβων, τα γκέτο των μεταναστών, τη ζωή στις φτωχογειτονιές, τα κακόφημα καταγώγια της πόλης, την πορνεία και τις νοητικές διαταραχές.
Ο γυναικείος κόσμος της κοινωνιολογίας είχε ως βάση του το ίδρυμα Hull House στο Chicago, θέτοντας τα θεμέλια της φεμινιστικής ιδεολογίας.
Ακολούθησαν οι κοινωνιολόγοι των πανεπιστημίων Κολούμπια, Χάρβαρντ και Μπέρκλεϊ (’40‐’60): Θεμελίωσαν τις βασικές κατευθύνσεις της κοινωνιολογικής έρευνας και θεωρίας. Δημιούργησαν τεχνικές για την καταγραφή των στάσεων της κοινής γνώμης. Εξέλιξαν τα μοντέλα που απεικονίζουν την κοινωνία ως σύστημα από μέρη με αλληλοεξαρτώμενες λειτουργίες.


Κριτική θεωρία: Τίθεται σε αντίθεση με τη μαζική κουλτούρα, καθώς υποστηρίζουν ότι οι παραδεδομένες αρχές και αξίες και γενικώς, η νοοτροπία και τα πρότυπα της μαζικής κουλτούρας αμφισβητούνται και κατακρίνονται, καθώς θεωρείται ότι καταπιέζει τους ανθρώπους και ενισχύει τις κοινωνικές αντιθέσεις και αντιφάσεις.


Φεμινισμός: Πνευματικό κίνημα που ανήκει στις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες. Ασκεί σήμερα μεγάλη επιρροή στη μορφή και την κατεύθυνση της κοινωνιολογίας. Ξεκινά από την παρατήρηση ότι οι γυναίκες είναι απούσες από το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνιολογικής θεωρίας και έρευνας. Ακόμα κι όταν οι γυναίκες αποτέλεσαν αντικείμενο μελέτης, χρησιμοποιήθηκαν ως νοικοκυρές, εργάτριες ή ασχολούμενες με άλλα χαμηλού κύρους επαγγέλματα.
Μελετά τους ρόλους και τις εμπειρίες των γυναικών στην κοινωνία. – Αναδεικνύει τη συμβολή των γυναικών στην κοινωνική ζωή. – Φωτίζει τις δομές και τις διαδικασίες που διαιωνίζουν την ανισότητα των δύο φύλων. – Ασκεί κριτική στις καταπιεστικές κοινωνικές σχέσεις.
Ο φεμινισμός δεν είναι μια ενιαία θεωρία αλλά ένα εξελισσόμενο σύνολο θεωρητικών προσεγγίσεων.
Οι προσεγγίσεις αυτές ενδιαφέρονται για τις εμπειρίες των γυναικών και για την ανισότητα των δύο φύλων.


Μεταμοντερνισμός: Πνευματικό κίνημα. Έχει επηρεάσει την ακαδημαϊκή θεωρία και έρευνα στη λογοτεχνία, την τέχνη, την πολιτική, την επικοινωνία αλλά και την ίδια την κοινωνιολογία. Αμφισβητεί την επιστήμη και την αρχή της αντικειμενικότητας.
• Υποστηρίζει ότι η επιστημονική γνώση: – Είναι προϊόν των κοινωνικά καθορισμένων συμφερόντων των ερευνητών. – Είναι επίσης προϊόν των ίδιων των γεγονότων (παράγωγα των κοινωνικών διαδικασιών). – Απέτυχε να επιλύσει τα κοινωνικά προβλήματα. – Απέτυχε να αποτρέψει τον πόλεμο και τη γενοκτονία.
Πρεσβεύει ότι αναδύεται μια νέα εποχή με διαφορετικές κοινωνικοπολιτικές συνθήκες όπου κυριαρχεί η διάδοση της εικόνας και των ειδήσεων μέσα από τα ΜΜΕ.
Θεωρεί ότι ο πολιτισμός δεν μεταφέρει κανένα ουσιαστικό και διαρκές νόημα.
Τονίζει ότι οι κοινωνικές διαιρέσεις δεν είναι νόμιμες. (Θα πρέπει να καταργηθούν οι φραγμοί ανάμεσα στις φυλές, τις εθνοτικές ομάδες, τα δύο φύλα, τους πολιτισμούς, τα έθνη και τα επιστημονικά πεδία).
Υποστηρίζει ότι δεν μπορεί να υπάρξει καμία αντικειμενική και αξιόπιστη γνώση για την κοινωνική ζωή.
Η συμβολή του μεταμοντερνισμού: Εντόπισε τους τρόπους περιορισμού και ελέγχου του σύγχρονου ανθρώπου (Μ.Μ.Ε., διαφήμιση, υπολογιστές).
Πρότεινε τρόπους με τους οποίους οι άνθρωποι μπορούν να απελευθερωθούν. Διεύρυνε την οπτική της κοινωνιολογίας χάρη στην έμφαση στη διεπιστημονική φύση της κοινωνικής έρευνας.


Λειτουργισμός ή Φονξιοναλισμός: Πρόκειται για κοινωνιολογική και ψυχολογική προσέγγιση και μέθοδο έρευνας και προσέγγισης κοινωνικών θεμάτων. Υποστηρίζει ότι η κοινωνία είναι ένα σύστημα από διάφορα μέρη που αλληλοεπιδρούν με λίγο ή πολύ σταθερό τρόπο σε κάθε χρονική περίοδο. Δίνουν έμφαση στους κοινωνικούς θεσμούς (π.χ. οικογένεια, κράτος, εκπαίδευση, υγεία, θρησκεία).
Προσπαθεί να επιτευχθεί η ισορροπία ανάμεσα σε αυτά τα μέρη του κοινωνικού συστήματος.
Η λειτουργική προσέγγιση είναι ένα χρήσιμο εργαλείο για την περιγραφή της κοινωνίας και τον προσδιορισμό των δομικών της στοιχείων και των λειτουργιών των στοιχείων αυτών. Μας δίνει τη «γενική εικόνα» του κοινωνικού βίου και κυρίως το πώς αυτή αποτυπώνεται σε τυποποιημένες και επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές και θεσμούς. Ωστόσο, η λειτουργική προσέγγιση δεν μας καλύπτει πλήρως όσον αφορά τη δυναμική του κοινωνικού βίου, καθώς δυσκολεύεται να εξηγήσει την ιστορική εξέλιξη και τις διαδικασίες της κοινωνικής αλλαγής. Στον πραγματικό κόσμο, οι κοινωνίες αλλάζουν διαρκώς, όμως ο λειτουργισμός δεν έχει καταφέρει να εξηγήσει επαρκώς την αδιάκοπη ροή των σχέσεων και αλληλεπιδράσεων που αναπτύσσουν μεταξύ τους οι άνθρωποι. Επιπλέον η λειτουργική προσέγγιση τείνει να υπερτιμά τους παράγοντες της συναίνεσης, της ολοκλήρωσης και της σταθερότητας, αγνοώντας τα στοιχεία της σύγκρουσης, της διαφωνίας και της αστάθειας. Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει η θεωρία του λειτουργισμού, όσον αφορά στην ερμηνεία της αλλαγής, της ιστορικής εξέλιξης και των συγκρούσεων, επέτρεψε στους επικριτές της να την κατηγορήσουν ότι ρέπει προς το συντηρητισμό και τείνει να υποστηρίζει τις υφιστάμενες κοινωνικές διευθετήσεις.
Προσέγγιση της κοινωνικής σύγκρουσης: Δίνεται έμφαση στις δυναμικές εξελίξεις της κοινωνίας και γενικώς, σε όλα όσα μεταμορφώνουν την κοινωνική ζωή. Ενώ οι οπαδοί του φονξιοναλισμού υποστηρίζουν τη μελέτη της κοινωνίας υπό το πρίσμα σταθερών και στατικών στοιχείων, οι οπαδοί της κοινωνικής σύγκρουσης μελετούν τις δυναμικές εξελίξεις και μεταβολές της κοινωνίας.


Η θεωρία της κοινωνικής σύγκρουσης έχει τις ρίζες της στις διδαχές του Καρλ Μαρξ. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, η κοινωνία υφίσταται ως ένα σύστημα, που αποτελείται από μέρη, τα οποία βρίσκονται σε διαρκή σύγκρουση μεταξύ τους. Η ανεπάρκεια των πλουτοπαραγωγικών πηγών οδηγεί τους ανθρώπους σε συγκρούσεις και επομένως, για να έχει κάποιος κέρδος, κάποιος άλλος πρέπει να έχει ζημία. Εκ των πραγμάτων, αυτοί που συνήθως κερδίζουν, είναι αυτοί που έχουν δύναμη, είτε πρόκειται για κοινωνικά υποκείμενα είτε για κοινωνικές ομάδες.
Οι κοινωνικές συγκρούσεις αποτελούν από μόνες τους έναν τρόπο ενοποίησης της κοινωνίας. Από τη στιγμή που δύο άτομα έρχονται σε σύγκρουση, αυτομάτως σημαίνει πως κοινωνικοποιούνται. Αν και η σχέση τους είναι σχέση εναντίωσης, παραμένει σχέση. Η σύγκρουση αποτελεί μία από τις πιο βασικές σχέσεις στις ανθρώπινες κοινωνίες. Βασικό στοιχείο προς απόδειξη της παρατήρησης αυτής, φέρει το γεγονός ότι δε μπορεί ένα άτομο να έρθει σε σύγκρουση μόνο του. Μέσω της σύγκρουσης, η κοινωνία ενοποιείται από δύο τουλάχιστον αντίρροπες απόψεις, ή συμφέροντα, σε ένα, έστω και αν αυτό έχει επιβληθεί με δυναμικά μέσα από την πιο δυνατή παράταξη, καθώς είναι δυνατή ακόμη και η σύνθεση των αντιμαχόμενων στοιχείων. Για τον λόγο αυτόν, η κοινωνία χρειάζεται τις κοινωνικές συγκρούσεις ώστε να εξελιχθεί αλλά και να σταθεροποιηθεί.


Προσέγγιση της διαντίδρασης: Η θεωρία της διαντίδρασης περιγράφει τους ανθρώπους ως ενεργούς δρώντες που αλληλοεπιδρούν με τη συμπεριφορά τους και διαμορφώνουν αντίστοιχα τις κοινωνικές συνθήκες. Το παράδειγμα της διαντίδρασης εστιάζει στο μικροκοινωνιολογικό επίπεδο, αναζητώντας το πώς τα ίδια τα υποκείμενα συγκροτούν τον κοινωνικό τους κόσμο μέσα από τις διαδικασίες νοηματοδότησης και τις δράσεις και διαντιδράσεις που αναπτύσσουν βάσει των ερμηνειών τους.
Για τους θεωρητικούς της διαντίδρασης, οι κοινωνικές δομές δεν επιβάλλονται στα άτομα ούτε και καθορίζουν με απόλυτο τρόπο τη συμπεριφορά τους. Αντιθέτως, οι κοινωνικές δομές γίνονται αντιληπτές ως επαναλαμβανόμενα πρότυπα κοινωνικής διαντίδρασης, δηλαδή οι κοινωνικοί θεσμοί «αναδύονται» από τις καθημερινές κοινωνικές διαντιδράσεις των ατόμων. Αυτή η προσέγγιση υποστηρίζει μια δυναμική οπτική των κοινωνικών σχέσεων, με την έννοια ότι οι σχέσεις, τα πρότυπα συμπεριφοράς, οι κοινωνικοί θεσμοί βρίσκονται διαρκώς υπό κατεργασία και τροποποίηση μέσω του τρόπου με τον οποίο τα ίδια τα άτομα προσλαμβάνουν, ορίζουν και βιώνουν τον κοινωνικό κόσμο και τη δράση τους, καθώς και μέσω του τρόπου με τον οποίο επιλέγουν να δράσουν.


Τα βήματα της επιστημονικής έρευνας:
i. Επιλογή ενός προβλήματος της κοινωνίας που θεωρείται ότι απαιτεί διερεύνηση.
ii. Βιβλιογραφική επισκόπηση: Ποιες έρευνες και μελέτες έχουν γίνει, ποιες εργασίες έχουν γραφεί για το θέμα αυτό. Έτσι, ο ερευνητής έχει ένα υπόβαθρο.
iii. Σχηματισμός της υπόθεσης (η οποία θα επιβεβαιωθεί ή θα απορριφθεί στο τέλος της έρευνας).
iv. Επιλογή της κατάλληλης ερευνητικής μεθόδου (πείραμα, συνεντεύξεις, δημοσκόπηση, παρατήρηση του τρόπου συμπεριφοράς, εξέταση των ιστορικών αρχείων ή στοιχείων).
v. Συλλογή και ανάλυση στοιχείων.
vi. Διατύπωση συμπερασμάτων.
vii. Επιβεβαίωση ή απόρριψη (έλεγχος) της υπόθεσης ή των υποθέσεων που διατυπώθηκαν στην αρχή της έρευνας.

 

 

 

sociology, social, socialscience, socialsciences, κοινωνιολογία, κοινωνικέςεπιστήμες

  • Δημιουργήθηκε στις
  • Προβολές: 1917