Skip to main content

Ἔρως ἀνίκατε μάσαν: Ένα πρωτοποριακό δείγμα νεοελληνικής … κωμωδίας!

Το βιβλίο αυτό του Αύγουστου Κορτώ αποτελεί ένα συμπίλημα αδημοσίευτων ιστοριών, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο ίδιος, τις οποίες αντιμετωπίζει με ελαφρότητα. Μήπως όμως, οι ιστορίες αυτές δεν είναι τόσο ελαφρές και ανούσιες; Μήπως δεν πρόκειται για ένα συμπίλημα αδημοσίευτων ιστοριών, αλλά ένα καλομελετημένο και καλογραμμένο βιβλίο, που αποτελεί μια σοβαρή διατριβή ή έστω μελέτη ή διερεύνηση στο τι είναι χιούμορ, τι είναι αστείο, πώς μπορούμε να γελάσουμε πραγματικά και να προκαλέσουμε το γέλιο στους άλλους αβίαστα; Όλα αυτά με απασχόλησαν στη μεταίσθηση που μου άφησε αυτό το βιβλίο. Ο αφηγητής είναι ενδοδιηγητικός – ομοδιηγητικός και δραματοποιημένος, δηλαδή παρουσιάζει τα γεγονότα όντας ο ίδιος ένα μέρος τους και έχοντας την περιορισμένη γνώση (εσωτερική εστίαση) που του επιτρέπει η θέση του. ωστόσο, σε πολλές περιπτώσεις (ειδικά σε ζητήματα που αφορούν στον χαρακτήρα της Κατερίνας, της μητέρας του αφηγητή), παρατηρείται η ύπαρξη ενός τριτοπρόσωπου, αποστασιοποιημένου, μη δραματοποιημένου αφηγητή, καθώς περιγράφει συναισθήματα και σκέψεις που υποθέτει, δημιουργεί, πιστεύει ή απλώς νομίζει. Σε κάθε περίπτωση αφηγηματολογικής επιρροής, ο αφηγητής επιδιώκει τον βασικό του στόχο: να ψυχαναλύσει τους ήρωές του, κυρίως την Κατερίνα, και κατ’ επέκταση, να ψυχαναλυθεί και να ψυχογραφηθεί και ο ίδιος μαζί τους. Το βιβλίο αυτό αποτελεί ένα σύνολο και αυτοβιογραφικών αναφορών, με αποτέλεσμα η αφήγηση να χαρακτηρίζεται από μοναδική αυθεντικότητα, αλήθεια, ειλικρίνεια, παραστατικότητα, αμεσότητα και ζωντάνια. Πολλές σκηνές και εικόνες, χαρακτήρες και λόγια, φέρνουν στο μυαλό του σύγχρονου αναγνώστη δικές του καθημερινές εμπειρίες. Οι ιστορίες δεν θα θεωρούνταν τόσο μεμονωμένες. Ο αφηγητής ξεκινά αφηγούμενος διάφορες φοβίες του, οι οποίες προβάλλονται στη συνέχεια μέσα από τις ακολουθούμενες ιστορίες του. Το Πάσχα στο Καραμπουρνάκι παρουσιάζει τη βασικότερη φοβία του αφηγητή, την οποία όμως έχει επιλύσει και ξορκίσει μέχρι το τέλος του έργου, το φαγητό. Γενικότερα, το φαγητό και ο τρόπος αντιμετώπισής του αποτελεί βασικό άξονα δόμησης του μυθιστορήματος και αποδίδει τον ψυχισμό του εκάστοτε ήρωα, κυρίως του δραματοποιημένου αφηγητή. Έτσι, το φαγητό απαντά και στην επόμενη ιστορία, Δαμάζοντας τα δίπιτα∙ η αμφιλεγόμενη αγάπη για το φαγητό, που ουσιαστικά είναι μια καταπιεσμένη έκφραση συναισθημάτων, ένα ξέσπασμα ή μια δυσκολία έκφρασης της αγάπης ή του έρωτα, γεννά μια ευρηματική γλωσσοπλαστικότητα, χαρακτηριστικό της γραφής του Κορτώ, ο οποίος έχει μελετήσει και παρατηρήσει πολύ καλά την καθομιλούμενη νεοελληνική γλώσσα και ξέρει πώς να την αποδώσει κατάλληλα σε κάθε περίσταση και χαρακτήρα. Όσον αφορά ειδικά στη χρήση του γλωσσικού οργάνου, ο συγγραφέας αρέσκεται στη χρήση πολύπλοκων λέξεων, στη δημιουργία νεολογισμών, στις διεξοδικές περιγραφές με πολύ χιούμορ και ειρωνεία, σαρκασμό και αυτοσαρκασμό, πίσω από τον οποίο ίσως να λανθάνει μια μικρή θλίψη ή μια προσπάθεια συγκράτησής της ή και έκφρασής της. Η μαεστρία του είναι επίσης μοναδική όταν χρησιμοποιεί λέξεις και φράσεις φαινομενικά ασύνδετες, οι οποίες όμως συνδυάζονται μοναδικά στην περιγραφή του φαγητού και του σώματος. Ο άντρας που αγαπούσε τις σερβιέτες έχει τη φοβία της εξωτερικής του εμφάνισης, που απορρέει από την ανάγκη του για μια ασφάλεια. Εδώ πέρα από το φαγητό, που εκδηλώνεται μέσα από την υπερβολική αντίδραση της αποτυχίας της συνταγής και της ανάγκης του αφηγητή να γλυκάνει τον πόνο του (κυριολεκτικά), προβάλλεται και η αξία του λογοτέχνη. Εισάγεται λοιπόν, και η παράμετρος της εκτίμησης της λογοτεχνίας και της αναζήτησής της, η οποία αντιμετωπίζεται αρχικά με μια επιφανειακή ελαφρότητα. Αυτό το στοιχείο, επίσης βασικός προβληματισμός, θα διερευνηθεί στη συνέχεια πώς επιδρά σε κάθε ιστορία του έργου. Επομένως, και εδώ το φαγητό και το σώμα διαδραματίζουν τον δικό τους ρόλο. Κατεξοχήν ιστορία για το φαγητό όμως, είναι η Ιστορία μου, αφαγία μου. Οι ναυαγισμένες προσπάθειες για ισορροπημένη διατροφή και άσκηση κυριαρχούν και εκφράζονται σε αυτήν την ιστορία. Μήπως η λατρεία του φαγητού δείχνει την προσπάθεια κάλυψης συναισθηματικών κενών; Η αγάπη για τα γλυκά μήπως δεν δείχνει έναν άνθρωπο επιρρεπή στα «πάθη», χωρίς αυτοέλεγχο και αυτοπειθαρχία, αλλά κάποια ευαίσθητη ψυχή, που προσπαθεί να απεγνωσμένα να γευτεί ή να γνωρίσει κάτι ή κάποιον πραγματικά καλό; Όλοι αυτού οι προβληματισμοί υπολανθάνουν πίσω από την αστεία γλώσσα και τα χιουμοριστικά και αυτοσαρκαστικά περιστατικά. Η «περιπέτεια» του φαγητού δεν σταματά, αλλά τα Τετράφυλλα Τριφύλλια έρχονται να προσθέσουν και την οικονομική κρίση, το φαινόμενο των καιρών μας. Οι συνέπειες της κρίσης στην κάλυψη στοιχειωδών αναγκών της καθημερινής ζωής, καθώς και οι επιπτώσεις της στην προσωπική και κοινωνική ζωή και κοινωνικότητα του αφηγητή αποδίδονται με χιούμορ και υπερβολή, δημιουργώντας την κωμικότητα μέσα από τη φάρσα και το γέλιο ή ακόμη και το συγκρατημένα γελοίο. Τα τεκταινόμενα στο «Κορτέτσι» (η χαρακτηριστική γλωσσοπλαστικότητα) κάνουν κάθε αναγνώστη ή ακροατή της ιστορίας να ταυτιστεί με τους ήρωες κι έτσι, να δει τα προβλήματα της καθημερινότητας με μια πιο ανάλαφρη ματιά. Ωστόσο, η λύση βρίσκεται στο τέλος της ιστορίας και θα επαναληφθεί και σε επόμενες: η αγάπη κάνει καθέναν μας να αντιμετωπίζει κάθε δυσκολία είτε οικονομικής είτε άλλης φύσης. Ωστόσο, η αγάπη ως λύση στα προβλήματα της κρίσης δεν σταματά τη ροή των ιστοριών. Εξάλλου, εάν δούμε τη συγγραφή από μια άποψη ψυχογραφική και ψυχαναλυτική, ως έναν μηχανισμό συναισθηματικής αποφόρτισης δηλαδή, η εύρεση μιας λύσης σε ένα πρόβλημα δεν σημαίνει πάντοτε και την εξάλειψη του προβλήματος∙ εντούτοις, ο αφηγητής-ήρωας πλέον, βλέπει τα πράγματα από μια διαφορετική οπτική και κρατά τις όμορφες αναμνήσεις προ κρίσης, όπως το μαγευτικό ταξίδι του στο Παρίσι παρόλο που αντιλαμβάνεται ότι ίσως δεν ήταν στα μέτρα του (οικονομικά ή άλλα) και λέει με όλην την ειλικρίνειά του στον εαυτό του, Τα πέντε αστέρια σε μάραναν! Μήπως όμως εδώ, αφηγητής απευθύνεται με αυτό το υποθετικό «εσύ» στο ακροατήριο ή αναγνωστικό του κοινό και το διδάσκει με χιουμοριστικό και ανάλαφρο τρόπο, όπως ένας καλός παιδαγωγός ή γονιός; Σίγουρα στοχεύει να μας προβληματίσει για τη δική μας ευθύνη στην οικονομική και ευρύτερη κοινωνικοπολιτική κατάσταση με μια ανάλαφρη γλώσσα και όχι με τον ξύλινο και συνηθισμένο λόγο. Ο θάνατος, αρχέγονη φοβία, της ανθρώπινης οντότητας, σκιαγραφείται με γλαφυρότητα και χιούμορ στον Ηράκλειτο και την ομπρελοθήκη. Ο αφηγητής αντιμετωπίζει το φαινόμενο της απώλειας με μια φαινομενική χαλαρότητα, η οποία όμως είναι απατηλή. Ουσιαστικά, εδώ ο ψυχογραφικός και ψυχαναλυτικός τόνος του έργου είναι πολύ έντονος. Ο αφηγητής φιλοσοφεί τον θάνατο μέσα από τον Ηράκλειτο, τον Αρχαίο Έλληνα φιλόσοφο. Έτσι, καταφέρνει να ψυχαναλυθεί και να αποφορτιστεί συναισθηματικά, συμπεραίνοντας την προσωπική του ανάγκη να συνεχίσει να υπάρχει η μορφή του και μετά θάνατον μέσα από την ταρίχευση, μια ιδέα που αποδίδεται χιουμοριστικά, αλλά μπορεί να την ανάγκη διατήρησης του σώματος παρά τις ενοχές λόγω των παραπανίσιων κιλών και της τροφικής κατάχρησης. Όμως, η χρήση του ως ομπρελοθήκης συνοδευόμενης από το χιουμοριστικό επίγραμμα, ίσως να μαρτυρά ότι ο ήρωας δεν θεωρεί κάτι ιδιαίτερο τον εαυτό του, μια διάθεση αυτό-υποτίμησης, ίσως και αυτό-ακύρωσης. Από την άλλη πλευρά, η συνέχεια ύπαρξης του σώματος, η πρακτική χρήση και χρησιμότητά του, καθώς και το αναθηματικό επίγραμμα, που μας παραπέμπει στο αρχαιοελληνικό είδος, ίσως να κάνουν το αντίθετο: να αποτελούν στοιχεία που αναδεικνύουν έναν συγγραφέα, που λαμβάνει σοβαρά υπόψη του το έργο – κοινωνική του αποστολή. Τα ζητήματα σχετικά με το φαγητό και το σώμα, οι αδυναμίες και οι ανασφάλειες, μπορεί να έχουν για λίγο ξεχαστεί ή να υποβόσκουν, αλλά στο Κάνε μου λιγάκι μπλουμ! επανέρχονται. Το χιούμορ, η υπερβολή και ο αυτοσαρκασμός περισσεύουν μέσα από τις επιμέρους ιστορίες που συγκροτούν όλην αυτήν την ενότητα, γεγονός που επαναφέρει το φαγητό στο επίκεντρο της προσοχής και του προβληματισμού, αν και ουσιαστικά ποτέ δεν είχε φύγει. Μάλιστα, αυτή η ιστορία (ή καλύτερα, σώμα ιστοριών) τοποθετείται στη μέση του έργου. Επομένως, η οργάνωση δεν είναι τυχαία και δεν πρόκειται για ένα απλό συμπίλημα, μια συρραφή μη εκδιδόμενων ιστοριών. Μπορεί όντως να είναι ιστορίες που είχαν γραφτεί ή εμπνευστεί κάποτε, αλλά πλέον αναδιαμορφώνονται (προφανώς χωρίς να μεταβληθεί ο αρχικός τους πυρήνας) και συγχωνεύονται δημιουργικά και όμορφα σε ένα σφιχτοδεμένο όλον. Ο βασικός άξονας των προσωπικών προβληματισμών του αφηγητή, το σώμα και το φαγητό, εξ ου και ο τίτλος του βιβλίου, προσδίδει μια συμμετρία και ισορροπία στο έργο. Μετά το ήμισυ του έργου, ο συγγραφέας γνωρίζει την ανάγκη του αναγνώστη για μια μικρή ανάπαυλα. Έτσι, το Ένα βρακί είχε η κόρη, αποτελεί έναν διάλογο με δύο χαρακτηριστικούς γυναικείους χαρακτήρες της διαχρονικής ελληνικής καθημερινότητας, δύο απλοϊκές γυναίκες-νοικοκυρές, σύζυγοι και μητέρες. Το χιούμορ προκαλείται μέσα από τον αυθορμητισμό και την αυθεντικότητα της γλώσσας αυτού του διαλόγου. Η φυσικότητα του λόγου, η ομαλή μετάβαση σε πολλά και ποικίλα, ακόμη και ασύνδετα μεταξύ τους θέματα, η συνεχής ροή ακόμη και στις φάσεις της εσκεμμένης επιβράδυνσης, η ειλικρινής σκιαγράφηση των ηρώων, όχι μόνο των δύο γυναικών, αλλά και των αφανών προσώπων (πχ. τα παιδιά και ο άντρας κάθε μιας) καθιστούν το κείμενο αυτό πολύ ευρηματικό. Ωστόσο, κι εδώ οι προβληματισμοί περί του σώματος και των στερεοτύπων που πρέπει να υπακούει σε κάθε εποχή, η καταπίεση της ερωτικής-σεξουαλικής επιθυμίας (ακόμη και στο πλαίσιο της συζυγικής εστίας) είναι ζητήματα που μπορεί να προκύψουν μετά από μια βαθύτερη ανάπτυξη και ανάγνωση του κειμένου. Έχοντας λοιπόν ως αφετηρία το φαγητό και το σώμα, ο αφηγητής περνά στην έκφραση κα άλλων προβληματισμών, όπως η καταπίεση στον έρωτα, στις ανθρώπινες σχέσεις, στη σεξουαλική ταυτότητα, αλλά και η αξία της λογοτεχνίας. Τα δρακουλίνια των Εξαρχείων μαρτυρούν ακριβώς την αγάπη του για το λογοτεχνικό διάβασμα και τη συγγραφή, με αποτέλεσμα να εξομολογείται την προσωπική του ιστορία για τη γνωριμία του με τον εκδοτικό του οίκο Επομένως, επιβεβαιώνεται ότι ο Κορτώ είναι ένας «τεχνίτης» συγγραφέας. Διαθέτει το κατάλληλο υπόβαθρο διαβασμάτων και γνώσεων, εφοδιάζεται από τα συναισθήματα, τα αυτοβιογραφικά του στοιχεία και τις προσωπικές του εμπειρίες και χτίζει τα κείμενά του. με πρώτη ύλη τα διαβάσματά του (τέχνη, τεχνική συγγραφής, ars) και με δημιουργική αξιοποίηση και αφομοίωση του προσωπικού στοιχείου (ingenium), δημιουργούνται οι ιστορίες και δένονται σε ένα αρμονικό και ενιαίο σύνολο μεταξύ τους. Σώμα και κοινωνικές σχέσεις, ο βασικός άξονας και των δύο τελευταίων ιστοριών της συλλογής. Στη μία ο αφηγητής Ἔλαβον γίδα βραστή, που προτείνεται ως αντιμετώπιση του προβλήματος της δυσκοιλιότητας. Παρά τον χιουμοριστικό τόνο του κειμένου, αναρωτιόμαστε μήπως ο αφηγητής αναφέρεται και πάλι στην περίπλοκη ψυχολογία, καθώς η δυσκοιλιότητα μπορεί να οφείλεται και σε ψυχολογικούς παράγοντες. Σε κάθε περίπτωση, ο αφηγητής έχει ψυχαναλυθεί και ηρεμεί λόγω της λήψης βραστής γίδας. Αυτό που μετράει όμως είναι ότι το παραδοσιακό φαγητό, δυσεύρετο πια στις αστικές μεγαλουπόλεις, σε συνδυασμό με τη ζεστασιά και την απλοϊκότητα των ανθρώπων της υπαίθρου, για τους οποίους η εκλογική διαδικασία δεν είναι παρά μια ευκαιρία για φαγητό και κοινωνική συναναστροφή, μακριά από το πολιτικό και κομματικό διεφθαρμένο σκηνικό. Επομένως, στην τελευταία ιστορία προ της «εξόδιας» του, ο συγγραφέας είναι σα να συνοψίζει τους προβληματισμούς του (φαγητό, σώμα, κοινωνικές σχέσεις, πολιτεία, προσωπική μας και συλλογική μας ευθύνη). Έτσι, ο δικός του Έρωτας που παρκάρει στο στομάχι είναι η μητέρα του, η Κατερίνα, με την οποία ολοκληρώνεται αυτό το βιβλίο. Ο αφηγητής βγάζει το προσωπείο του, είναι τελικά ο ίδιος ο συγγραφέας (ταύτιση συγγραφέα-αφηγητή), πράγμα που καθιστά τα κείμενα αυτά ακόμη πιο ζωντανές και προσωπικές εξομολογήσεις. Ουσιαστικά, στόχος του βιβλίου δεν είναι απλώς η συσσώρευση μη δημοσιευμένων ιστοριών, αλλά μια ψυχανάλυση του αφηγητή, καθώς και μια προσπάθεια προσέγγισης του χιούμορ, του αστείου μέσα από τον «εξορκισμό» προσωπικών προβλημάτων και προβληματισμών (σώμα, φαγητό, μέτρο, πολιτική, κοινωνία, οικονομικά προβλήματα, έρωτας και σεξουαλική ελευθερία και κατ’ επέκταση, γενικότερη ελευθερία σκέψης και έκφρασης κ.ά.). Πρόκειται λοιπόν, για μια «πραγματεία» περί κωμωδίας και αστείου, όπως σημειώθηκε στην αρχή. Γιατί στόχος μας είναι η αγάπη και να κάνουμε πάντα τους άλλους να μας θυμούνται και να μας νοιάζονται μέσα από την αγάπη, που καταρρίπτει όλες τις φοβίες, ακόμη κι αυτές που κατέκλυσαν το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου και τελικά, εξαλείφθηκαν ή έστω βρέθηκε ο τρόπος αντιμετώπισής τους. _ γράφει η Αθηνά Μαλαπάνη Κλασική Φιλόλογος, MA in Classics