Skip to main content

Ζωή, του Αλέξη Σταμάτη

Αλέξης Σταμάτης, Ζωή: Κριτική παρουσίαση του έργου από την Αθηνά Ν. Μαλαπάνη Κλασική Φιλόλογο Το μυθιστόρημα Ζωή του Αλέξη Σταμάτη αποτελεί ένα χαρακτηριστικό δείγμα ψυχαναλυτικής και ψυχογραφικής γραφής. Ο συγγραφέας χρησιμοποιώντας και εναλλάσσοντας δημιουργικά την τριτοπρόσωπη αφήγηση του απομακρυσμένου και παντογνώστη αφηγητή με τη μίμηση (τον διάλογο των ηρώων μεταξύ τους) καταφέρνει να σκιαγραφήσει ανάγλυφα τον ψυχισμό τους, φτάνοντας και αποδίδοντας τα μύχια της προσωπικότητάς τους. Επομένως, κατορθώνει να αποδώσει τα συναισθήματα κάθε ήρωά του ξεχωριστά, αλλά και όλων μαζί σε ένα αρμονικό σύνολο, πλάθοντας απαράμιλλες λογοτεχνικές περσόνες. Το βασικό θέμα – μοτίβο του έργου είναι ο έρωτας, όπως άλλωστε συμβαίνει με την πλειονότητα των λογοτεχνικών -και ευρύτερα, καλλιτεχνικών- έργων. Εντούτοις, ο τρόπος και η τεχνική του συγγραφέα να αφηγηθεί τις συναισθηματικές εξελίξεις των ηρώων του, χτίζοντας περίπλοκες ψυχολογικές καταστάσεις είναι χαρακτηριστικός του Α. Σταμάτη, αναδεικνύοντας την ευχέρεια της γραφής του. Ο διφορούμενος και αμφίσημος τίτλος προϊδεάζει τον εξασκημένο αναγνώστη για την ποιότητα της γραφής του βιβλίου. Η Ζωή μπορεί να θεωρηθεί είτε η πρωταγωνίστρια του κειμένου, γύρω από τον περίπλοκο ψυχισμό της οποίας ξετυλίγονται και καθορίζονται ως έναν βαθμό και οι ψυχολογικές συγκρούσεις των υπόλοιπων προσώπων, είτε η ίδια η ζωή, ο βίος με τα πολύπλοκα «παιχνίδια» του που ταλαιπωρούν τον κάθε άνθρωπο. Η πρωταγωνίστρια λοιπόν, βιώνει τις εσωτερικές συγκρούσεις που της προκαλεί εδώ και χρόνια ένας άκαρπος έρωτας από έναν άνθρωπο με επίσης βαθιά ασταθή ψυχισμό. Έτσι, αποσύρεται σταδιακά από τη ζωή, παύοντας να έχει σχεδόν την οποιαδήποτε επικοινωνία με τον έξω κόσμο και χρησιμοποιώντας ως διαμεσολαβητές της τόσο τον σύζυγό της όσο -και κυρίως- την ερωμένη του, την οποία έχει αποδεχτεί λόγω της δικής της οικειοθελούς διακοπής των ερωτικών της σχέσεων. Γύρω από αυτόν τον πολύπλοκο και δυσερμήνευτο ψυχικό κόσμο της πρωταγωνίστριας συνυφαίνεται και διαμορφώνεται, αλλά και καθορίζεται σημαντικά, και ο ψυχολογικός κόσμος των υπόλοιπων προσώπων του μυθιστορήματος, του άκαρπου έρωτά της και πρώην εραστή της (του Ανδρέα), του συζύγου της (του Λυκούργου) και της ερωμένης του (της Αιμιλίας), αλλά και της τριαντάχρονης κόρης της (της Μάγια). Τα πρόσωπα αυτά, βιώνει το καθένα τις δικές του συγκρούσεις τόσο εξωτερικές όσο -και προπαντός- εσωτερικές λόγω της αμφισβήτησης της προσωπικής του αξίας. Η ερωμένη (Αιμιλία) πρωτίστως, βιώνει την εσωτερική -και εξωτερική- σύγκρουση για το αν αξίζει να έχει τον σύζυγο της Ζωής ολοκληρωτικά δικό της· ο Λυκούργος επαναπαύεται εν γνώσει του σε έναν ανανταπόδοτο έρωτα προκειμένου να εξασφαλίζει διαρκώς μόνο την προσωπική του ικανοποίηση και αυτοεπιβεβαίωση. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα είδος εγωισμού και εγωπάθειας, χαρακτηριστικό στις ερωτικές σχέσεις και ειδικά, στα ερωτικά τρίγωνα. Ο Ανδρέας από την άλλη πλευρά, προβάλλει την εικόνα του ισχυρού άνδρα, που δεν έχει ανάγκη τον έρωτα λόγω της προσωπικής του ψυχικής δύναμης και αυτοκυριαρχίας. Στην πραγματικότητα όμως, δεν παύει παρά να είναι ένας άνδρας εξαρτημένος από τον γυναικείο έρωτα, καθώς έτσι κερδίζει την αυτοεκτίμηση και αυτοπεποίθησή του. Η αναφορά στα ποικίλα επαγγέλματα που άλλαξε, καθώς και στην οικονομική εκμετάλλευση που άσκησε στη Ζωή και την οικογένειά της -όπως η ίδια διατείνεται πάνω στην ένταση του διαλόγου τους- αναδεικνύουν έναν αδύναμο χαρακτήρα, που παρασιτεί εις βάρος των άλλων. Τέλος, η εξάρτηση της Μάγια είναι ολοφάνερη παρά την αρχική εικόνα που σκιαγραφείται με την εμφάνιση αυτής της ηρωίδας. Η Μάγια φοβάται την τελειότητά της, τον πραγματικό της εαυτό και αυτές οι ανασφάλειές της πυροδοτούνται από την αυστηρή κριτική της μητέρας της. Εντούτοις, οι φόβοι της καταλύονται στο τέλος του έργου με την εξομολόγησή τους στη μητέρα της, σε μία απόλυτα προσωπική σκηνή που απλώς περιγράφεται σε τρίτο πρόσωπο από τον αφηγητή, αφήνοντας έτσι τον αναγνώστη να πλάσει με τη φαντασία του τον διάλογο μητέρας-κόρης, ενώ παράλληλα αποφεύγονται υψηλές συναισθηματικές εντάσεις. Θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι η αποκατάσταση των σχέσεων μάνας-κόρης κάτω από στερεότερα θεμέλια οδηγεί στη λύτρωση και των δύο ηρωίδων. Έτσι, η αποκατάσταση των σχέσεων και της επικοινωνίας της Ζωής με τη Μάγια, αλλά και η ανακατασκευή της ψυχολογίας τους, επηρεάζει θετικά -και συνεπώς, ανακατασκευάζει- και την ψυχολογική κατάσταση των άλλων ηρώων. Αφήνεται λοιπόν, μια προσδοκία ότι όλα θα συνεχίσουν να κυλούν όπως πριν, με τη μοναδική διαφορά πλέον ότι τα πρόσωπα έχουν ξεκαθαρίσει -και αποδεχτεί- τον προσωπικό τους ρόλο και την πραγματική τους θέση το ένα στη ζωή του άλλου, χωρίς να υπεκφεύγουν και να εθελοτυφλούν. Το κείμενο θα μπορούσε να χωριστεί σε δύο μεγάλες ενότητες για τη διευκόλυνση της μελέτης του, οι οποίες να αντιστοιχούν στις θεατρικές πράξεις. Γενικότερα, η γραφή παρουσιάζει θεατρικότητα και κατ’ επέκταση, και ζωντάνια, αμεσότητα, δραματικότητα και παραστατικότητα. Η ένταση ανάμεσα στον Ανδρέα και τη Ζωή, η σταδιακή αποκάλυψη πολλών οικογενειακών και προσωπικών μυστικών που ανατρέπουν τη φαινομενική ησυχία και στερεοτυπική οικογενειακή αξιοπρέπεια, η ολιγόλεπτη απομόνωση των προσώπων και η αλλαγή του ενδύματος της πρωταγωνίστριας σηματοδοτούν και την αλλαγή σκηνικού – θεατρικής πράξης. Πλέον, τα πρόσωπα αναδεικνύονται ωριμότερα στον αναγνώστη, ο οποίος έχοντας αντλήσει σημαντικές πληροφορίες από το πρώτο μέρος για τα βασικά χαρακτηριστικά τους, συνεχίζει και μάλιστα, μπορεί να διεισδύσει στην ψυχοσύνθεσή τους και να κατανοήσει την πολυπλοκότητα της ιδιοσυγκρασίας τους. Αξίζει να σημειωθεί ότι η θεατρικότητα της γραφής επιτυγχάνεται παρά την κυριαρχία της τριτοπρόσωπης αφήγησης και του παντογνώστη αφηγητή στο μεγαλύτερο μέρος του κειμένου λόγω του διαλόγου των ηρώων, αναδεικνύοντας τις εντάσεις τους και τις κορυφώσεις τους, αλλά και της περιγραφής της εξωτερικής τους εμφάνισης και των αντιδράσεών τους. Ο ρόλος της αφηγηματικής τεχνικής της περιγραφής είναι λειτουργικός στο κείμενο, διότι συντελεί έμμεσα στη βαθύτερη σκιαγράφηση -άρα και κατανόηση- των ηρώων. Τέλος, σημαντικό στοιχείο αποτελεί η εμπλοκή πολλών τεχνών. Πιο συγκεκριμένα, η Ζωή εκφράζεται μέσα από τη συγγραφή και το κείμενό της αποτελεί μια ανακατασκευή γνωστής κινηματογραφικής ταινίας· η πρώτη αναδρομική σκηνή του έργου συνδέεται με έναν πίνακα του Μόραλη, άρα και η ζωγραφική διαδραματίζει τον δικό της ρόλο· η μουσικές συνθέσεις της Μάγια εκφράζουν τις προσωπικές της πεποιθήσεις και ανασφάλειες, οι οποίες καταλήγουν σε καθολική έκφραση. Δημιουργική γραφή, κινηματογράφος, μουσική και ζωγραφική αποτελούν βασικά «οχήματα» για τη γλαφυρή παρουσίαση της ψυχοσυναισθηματικής εξέλιξης των ηρώων, συντελώντας και στην προσωπική εξερεύνηση του αναγνώστη, όπως άλλωστε πρέπει να επιδιώκει κάθε λογοτεχνικό δημιούργημα.