Skip to main content

Η ιατρική στο Βυζάντιο, Αθηνά Μαλαπάνη

Η Ιατρική στο Βυζάντιο

Μαλαπάνη Ν. Αθηνά

 

  1. Η ίδρυση της Κωνσταντινούπολης

Η Κωνσταντινούπολη αποτέλεσε μία από τις σημαντικότερες πρωτεύουσες της Ιστορίας, καθώς ήταν η πόλη που σηματοδοτεί τη μετάβαση από τη Ρώμη ως πρωτεύουσα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας στο Βυζάντιο. Κατά συνέπεια, είναι σύμφωνα με πολλούς ιστορικούς ένα κομβικό σημείο για τη μετάβαση από τη ρωμαϊκή στη βυζαντινή ιστορία και εποχή.  Είναι γνωστό εξάλλου ότι ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Α’ έκτισε την Κωνσταντινούπολη (τη Νέα Ρώμη στην περιοχή εκείνη μεταφέροντας την πρωτεύουσα και χωρίζοντας την αυτοκρατορία σε δύο μεγάλα τμήματα, το δυτικό όπου κυριαρχούσε το ρωμαϊκό-λατινικό στοιχείο και το ανατολικό, που είχε χαρακτήρα βυζαντινό, ελληνικό και χριστιανικό και κατόρθωσε να παραμείνει ζωντανό για περισσότερο χρονικό διάστημα.[1]

            Η σχέση της Κωνσταντινούπολης με την αρχαία πόλη του Βυζαντίου που υπήρχε στην περιοχή εκείνη είναι ιδιαίτερη, καθώς κάνει την ιστορία της αρχαίας πόλης του Βυζαντίου να ταλαντεύεται ανάμεσα στον θρύλο και την αλήθεια. Σε κάθε περίπτωση, η Κωνσταντινούπολη κληρονομεί τα μνημεία τους αρχαίου Βυζαντίου και ίσως, κάποιες από τις παραδόσεις του. Εντούτοις, από τη μελλοντική πόλη μέχρι την ιστορική πρωτεύουσα, η πορεία δεν είναι ενιαία. Πάντως, οι αρχαιότερες μαρτυρίες συγγραφέων του 4ου και 5ου αι. μ.Χ., από όσο τουλάχιστον μπορεί να γίνει αντιληπτό εξαιτίας της αποσπασματικότητας των πηγών, είναι λιγοστές, διότι σπάνια αναφέρονται στα γεγονότα προ του Κωνσταντίνου.[2]  

            Ο χαρακτήρας της βυζαντινής πρωτεύουσας κρύβεται ή είναι άρρηκτα και οργανικά συνδεδεμένος με τον ιδρυτή της. Ο προσωπικός δεσμός του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου[3] με την πόλη του αντανακλάται στη συμβολική σημασία και αξία του ίδιου της το ονόματος. Έτσι, η Κωνσταντινούπολη συνυφαίνεται με το διάδημα του Κωνσταντίνου, τις πολεμικές του νίκες, την καθιέρωση της θρησκείας του Χριστιανισμού και εν γένει, τον ανανεωμένο οικουμενισμό που εισάγει. Εντούτοις, πρέπει να σημειωθεί ότι η αλλαγή αυτή δεν συντελείται σε καμία περίπτωση απότομα ούτε σύντομα και δεν αφορά μόνο στον ιδρυτή της πρωτεύουσας. Ο Κωνσταντίνος καθιερώνει σταδιακά μια διαφορετική νοοτροπία που εδράζεται στη σπουδαιότητα της Κωνσταντινούπολης. Η υπεροχή της νέας πρωτεύουσας προβάλλεται και προπαγανδίζεται ως έναν βαθμό και μέσα από τη ρητορική του 4ου αι.[4]

            Σε κάθε περίπτωση, η Κωνσταντινούπολη αποτέλεσε μία από τις πιο μελετημένες πόλεις του αρχαίου κόσμου. Ο συνδυασμός πολυποίκιλων στοιχείων, το αρχαιοελληνικό, το ρωμαϊκό, το μεσαιωνικό, το χριστιανικό, την καθιστούν ιδιαίτερα γοητευτική. Εξάλλου, ο όρος Βυζαντινός επινοήθηκε από τους ιστορικούς και είναι μεταγενέστερος. Στην πραγματικότητα, οι Βυζαντινοί αντιλαμβάνονται τους εαυτούς τους ως Ρωμαίους και συνδυάζουν και στη μόρφωσή τους -μεταξύ άλλων- και το χριστιανικό με το αρχαιοελληνικό-ειδωλολατρικό-παγανιστικό στοιχείο.[5]

 Κάτω από αυτές τις συνθήκες λοιπόν, αναπτύχθηκαν και οι επιστήμες, τόσο θετικές όσο και θεωρητικές, ενταγμένες σε ένα χριστιανικό πλαίσιο. Ανάμεσά τους και η ιατρική, η οποία συνδυαζόταν με τη φαρμακοποιία και φαρμακευτική στην αρχαιότητα. Παρά την επίδραση του Χριστιανισμού, οι άνθρωποι φυσικά και δεν ήθελαν να πεθάνουν, αλλά να είναι υγιείς και αρτιμελείς. Εντούτοις, και οι Βυζαντινοί γνώριζαν ότι θα έρθει η αποκαλούμενη ἀνέσπερος ἡμέρα, δηλαδή η ημέρα του θανάτου τους αν και οι λέξεις θάνατος, πεθαίνω δεν κατείχαν ζωτική θέση στο λεξιλόγιό τους, καθώς αντικαθίσταντο από πληθώρα ευφημισμών.[6] Εντούτοις, είναι χαρακτηριστικό ότι οι Βυζαντινοί ιατροί και ιατρικοί συγγραφείς δεν πρωτοτυπούν, αλλά τουλάχιστον έχουν την εξαιρετική ικανότητα της σχολαστικής οργάνωσης του ήδη υπάρχοντος ιατρικού και φαρμακολογικού υλικού από προγενέστερους συναδέλφους τους. Ωστόσο, δεν πρέπει να θεωρηθεί κατώτερης χρησιμότητας από τη ρωμαϊκή ή την αρχαιοελληνική ιατροφαρμακευτική επιστημονική δράση, διότι η διάσωση του υλικού των προγενέστερων περιόδων ωφέλησε και επέδρασε στην καλλιέργεια της ιατρικής και της φαρμακολογίας, καθώς επίσης και των σπουδών του περιβάλλοντος των νεότερων χρόνων.[7] Μάλιστα, έχει αποδειχθεί ότι αρκετές από τις σημερινές θεραπευτικές μεθόδους έχουν τις ρίζες τους στην αρχαιότητα.[8]

            Στόχος της παρούσας εργασίας λοιπόν, είναι να παρουσιάσει αδρομερώς την ανάπτυξη της ιατρικής επιστήμης στην Κωνσταντινούπολη και ποια στοιχεία (κείμενα ή αρχαιολογικά ευρήματα) το αποδεικνύουν. Επίσης, θα καταβληθεί προσπάθεια να παρουσιαστούν όλες οι θεραπευτικές πρακτικές και τα φάρμακα που παρασκευάζονταν και θα εντοπιστεί εάν και σε ποιον βαθμό σχετίζονταν με τη θρησκεία ή τη μαγεία και όχι, την ορθολογική επιστήμη.

 

  1. Οι πρωτοβυζαντινοί αιώνες

Η πρωτοβυζαντινή περίοδος (610-641 μ.Χ.), της οποίας χαρακτηριστικοί υπήρξαν ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο Μέγας και ο Ηράκλειος, διακρίνεται για την άνθηση της ιατρικής, καθιστώντας έτσι την Κωνσταντινούπολη ένα σημαντικό πολιτιστικό και επιστημονικό κέντρο, πέρα από τη διοικητική της σημασία και τη σπουδαιότητα της γεωπολιτικής της θέσης.[9]

Αξιοσημείωτο είναι ότι καθιερώνεται ο τύπος του ιατρού-φιλοσόφου, του λεγόμενου ἰατροσοφιστοῦ, τον οποίο αντιπροσώπευαν ο κορυφαίος ιατρός και φαρμακολόγος του αρχαίου κόσμου, ο Γαληνός, αλλά και οι οπαδοί του Ιπποκράτη, οι ιπποκρατικοί.  Άλλωστε, ο Γαληνός και ο Ιπποκράτης αποτελούσαν τους βασικούς ιατρούς και ιατρικούς συγγραφείς που όφειλε ένας νέος ιατρός να μελετά. Ο δημιουργικός συνδυασμός φιλοσοφίας και ιατρικής φαίνεται και από τα τέσσερα θεμελιώδη ερωτήματα που απασχολούσαν τους τότε ιατρούς:

  • Υπάρχει πραγματικά ιατρική;
  • Τί είναι η ιατρική;
  • Πώς διαρθρώνεται;
  • Ποιος είναι ο σκοπός της;[10]

            Σπουδαίοι εκπρόσωποι της ιατρικής στην πρωτοβυζαντινή περίοδο ήταν ο Ορειβάσιος και ο Αέτιος Αμιδηνός. Ο πρώτος άφησε συνταγές φαρμάκων μέσα από το 70τομο έργο του Ἰατρικαί Συναγωγαί. Σε αυτό συνέβαλε και η μελέτη και επιτομή του έργου του Γαληνού που εκπόνησε στη Γαλατία, κατόπιν εντολή του καίσαρα Ιουλιανού και σωζόταν στη Βιβλιοθήκη του Φώτιου (κώδικας 216), αν και σήμερα θεωρείται χαμένη. Βέβαια, σημαντικό πόνημά του για τη φαρμακευτική και φαρμακολογία ήταν τα Εὐπόριστα, έργο που διαδόθηκε από νωρίς σε λατινικές αποδόσεις στη Δύση και χειρόγραφα του 7ου, 9ου και 12ου αι. μαρτυρούν την επίδραση που άσκησε στη δυτική ιατρική και φαρμακολογία-φαρμακευτική. Ωστόσο, σημαντικό φαρμακολογικό υλικό έχει σωθεί και από το έργο του Αέτιου Αμιδηνού στην Τετράβιβλόν του. Εντούτοις, απαντούν εδώ και θαυματουργά φάρμακα και δεισιδαιμονικές συνταγές, γεγονός που αποδεικνύει ότι ο ορθολογισμός της βυζαντινής ιατρικής δεν ήταν ακόμη αμιγής.[11]

            Στην επόμενη γενιά του Αέτιου Αμιδηνού ανήκει ο Αλέξανδρος από τις Τράλλεις, επίσης σημαντικός ιατρός, ο οποίος προβάλλει διάφορες θεραπευτικές πρακτικές μέσα από το έργο του, τα Θεραπευτικά. Αξιοσημείωτη είναι η καθιέρωση της αρχής contraria contrariis, λαμβάνοντας πάντα υπόψη του τη θεραπευτική δύναμη της Φύσης.[12] Άλλωστε, ήδη από την αρχαιότητα πιστευόταν ότι η θεραπεία έπρεπε να προκύπτει από φυσικές μεθόδους, με αποτέλεσμα η χειρουργική να αποτελεί την έσχατη λύση στην αντιμετώπιση μιας ασθένειας, ενώ η δίαιτα και η φαρμακευτική ήταν προτιμότερες.

 

  1. Μέση και Ύστερη Βυζαντινή Εποχή

Η περίοδος αυτή της βυζαντινής ιστορίας δεν έχει μελετηθεί αρκετά όσον αφορά στην ιατρική γραμματεία. Προβλήματα των ποικίλων μεταφράσεων, αλλά και των χρονολογήσεων των έργων, τα άφθονα σωζόμενα αδέσποτα αποτελούν τα κυριότερα προβλήματα της ελλιπούς μελέτης των ιατρικών κειμένων αυτής της εποχής. Μάλιστα, απαντούν και άφθονα ανώνυμα κείμενα Βυζαντινών ιατρικών συγγραφέων, που αν και δυσκολεύουν τον σημερινό ερευνητή, δεν παύει να παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον.[13]

            Αξιοσημείωτο έργο αποτελεί μια Σύνοψις ἐν ἐπιτομῆ τῆς ἰατρικῆς ἁπάσης τέχνης (ή απλώς Ἰατρικόν) του Θεοφάνη Νόννου, που συγκεντρώνει στοιχεία και πληροφορίες περί ιατρικής τέχνης της αρχαιότητας από όλους τους προηγούμενους ιατρικούς συγγραφείς (βλ. ανωτέρω στην ενότητα 2 για την πρωτοβυζαντινή περίοδο). Σημαντικά είναι τα περίπου 297 κεφάλαια σχετικά με τη φαρμακολογία της εποχής. Το έργο αυτό όμως, παραδίδεται πολλές φορές και με το όνομα του Βυζαντινού ιστοριογράφου Μιχαήλ Ψελλού, ο οποίος άφησε ένα διδακτικό ποίημα 1373 δωδεκασύλλαβων στίχων, που αποτελεί ένα Πόνημα ἰατρικόν ἄριστον δι’ ἰάμβων. Ο δημιουργός αυτού του ποιήματος μάλιστα, ασχολείται ιδιαίτερα με το πολύπλοκο ζήτημα της ιατρικής ορολογίας.[14]

            Σημαντικό να αναφερθεί επίσης είναι και το έργο του Συμεώντα Σμήθ, ο οποίος ήρθε από την Αντιόχεια στην Κωνσταντινούπολη για να δραστηριοποιηθεί ιατρικά. Πρόκειται για το Σύνταγμα κατὰ στοιχεῖον περὶ τροφῶν δυνάμεων, όπου παρουσιάζεται για πρώτη φορά όλη η ιατρική ύλη, δηλαδή πρώτες ύλες για τη φαρμακευτική παρασκευή, που χρησιμοποιούνταν στην Ανατολή. Αναφέρεται για πρώτη φορά αραβική και ινδική ιατρική ύλη, όπως η καμφορά, ο μόσχος και το χασίς. με το όνομά του παραδίδεται επίσης κι ένα βοτανικό λεξικό.[15]

            Οι ποικίλες αναφορές στην ιατρική ύλη σε πολλά έργα της περιόδου αυτής, αναδεικνύουν το βάρος της θεραπείας μετατίθεται περισσότερο στα φάρμακα, με αποτέλεσμα να πρέπει να μελετηθεί ο τρόπος παρασκευής τους ούτως ώστε να είναι αποτελεσματικότερα και ασφαλέστερα για τους ασθενείς. Πέρα από τα φάρμακα όμως, και η διατροφή προτείνεται ως τρόπος αντιμετώπισης ασθενειών. Πληθώρα φυτικών και ζωικών τροφών είτε ως διαιτητικά αλφαβητάρια είτε ως συμβουλευτικά έργα προσαρμοσμένα στην εκάστοτε εποχή ή ακόμη και στον κάθε μήνα ξεχωριστά. Αυτό έχει ως απόρροια να γνωστοποιούνται περισσότερα στοιχεία για την διατροφή, αλλά και τον καθημερινό βίο των Βυζαντινών εν γένει. Κείμενα σχετικά με τη διαιτητική των Βυζαντινών και τις επιρροές της στην υγεία ή τη θεραπεία τους απαντούν με το όνομα κάποιου Ιερόφιλου και παραπέμπουν στο Περί διαίτης του Ιπποκράτη.[16]

Στο πλαίσιο της σπουδαιότητας που αρχίζουν να δείχνουν οι Βυζαντινοί για τη διατροφή και πώς μπορεί να συμβάλει στην επίλυση προβλημάτων υγείας, αξίζει να αναφερθεί ότι ο Ιάκωβος Ψύχρηστος, προσωπικός ιατρός του αυτοκράτορα Λέοντα Α’ (457-474 μ.Χ.), πρότεινε τη ρύθμιση τη ρύθμιση της δίαιτας με τη μορφή μιας κυκλικής θεραπευτικής αγωγής πριν από την εφαρμογή οποιασδήποτε θεραπευτικής πρακτικής.[17]

 

  1. Νοσοκομείο: Ένα βασικό στοιχείο-θεσμός της υγείας στην Κωνσταντινούπολη

Σημαντική διαφοροποίηση της βυζαντινής από την αρχαιοελληνική ιατρική αποτελεί η ανάπτυξη του θεσμού των νοσοκομείων. Χάρη στη δράση της Εκκλησίας, στη μεταλαμπάδευση του χριστιανικού φιλανθρωπικού πνεύματος, αλλά και στην ιδιότητα του ιατρού και μεγάλου θεραπευτή που όφειλε να εκπροσωπεί ο αυτοκράτορας (βλ. ανωτέρω σχετικά με τις αυτοκρατορικές ιδιότητες), τόσο στην Κωνσταντινούπολη όσο και σε όλη την αυτοκρατορία περατώθηκαν και λειτούργησαν νοσοκομεία και υγειονομικές υπηρεσίες γενικώς. Μάλιστα, τα νοσοκομεία φτάνουν σε αξιοθαύμαστο επίπεδο και οι ιατροί εκπαιδεύονται συστηματικά.[18]

            Τα νοσοκομεία σε όλη τη Βυζαντινή αυτοκρατορία γενικά, αποτέλεσαν φυσικούς χώρους περίθαλψης και φιλοξενίας απόρων και κατατρεγμένων.[19] Έτσι, σηματοδοτούν τη διαφορετική αστική νοοτροπία της ιστορικής αυτής περιόδου από ό,τι της παρελθοντικής. Η νοοτροπία αυτή διαμορφώνεται, όπως προαναφέρθηκε, λόγω της επίδρασης του Χριστιανισμού. Πέρα από τη χριστιανική ιδεολογία όμως, η Εκκλησία έπρεπε να δικαιολογήσει τα μεγάλα χρηματικά ποσά και υλικά αγαθά που λάμβανε και από το κράτος. Έτσι, η δαπάνη ενός μέρους αυτών για την περίθαλψη αρρώστων συνετέλεσε στη διατήρηση του οικονομικού συστήματος της βυζαντινής Εκκλησίας, ωφελώντας παράλληλα και τους πάσχοντες. Θα μπορούσε μάλιστα να υποστηριχθεί ότι αυτοί τα νοσοκομεία συνιστούσαν νέες αστικές κοινότητες με τους δικούς τους τρόπους λειτουργίας, χωρίς όμως την απομόνωσή τους από τον υπόλοιπο κόσμο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Βασιλειάδα του Μεγάλου Βασιλείου στην Καισάρεια.[20]      Το ερώτημα που προκύπτει από τη μελέτη αυτού του θεσμού αφορά στο εάν συνέφερε οικονομικά την Αυτοκρατορία η αποπεράτωση και διατήρηση των νοσοκομείων. Η εκκλησιαστική φιλανθρωπία συντηρήθηκε σε μεγάλο βαθμό παρά τα όποια προβλήματα της Αυτοκρατορίας, διότι η εκκλησιαστική εξουσία συνέβαλλε τα μέγιστα στη διατήρηση των αυτοκρατόρων στον θρόνο, με αποτέλεσμα να ενισχύεται από αυτούς.[21]

           

  1. Συνολική αποτίμηση- Διδακτικές προτάσεις

Από τα ανωτέρω λοιπόν, συνάγεται το συμπέρασμα ότι οι Βυζαντινοί συνέβαλαν στην ανάπτυξη της μεσαιωνικής ιατρικής με τη διατήρηση και διάσωση της αρχαίας ελληνικής κληρονομιάς της ιατρικής τέχνης, καθώς υπήρχαν πολλά έργα ερανιστικού χαρακτήρα, που συνόψιζαν και μετέδιδαν την αρχαιοελληνική ιατρική και φαρμακολογία. Επιπροσθέτως, είναι πολύ σημαντική η αφομοίωση στοιχείων από την ιατρική της Ανατολής και της Δύσης και ο δημιουργικός συνδυασμός τους.[22] Αξιοσημείωτο είναι ότι επηρέασε ακόμη και την εβραϊκή ιατρική και θεραπευτική, καθόσον έχουν εντοπιστεί διδακτικά ποιήματα στην εβραϊκή γλώσσα με ιατροφαρμακευτικό περιεχόμενο.[23] Τέλος, αξιόλογη προσφορά υπήρξε και η διάδοση του θεσμού του νοσοκομείου, που συνδέεται με οικονομικές, κοινωνικοπολιτικές, εκκλησιαστικές, ιδεολογικές, ηθικές και φιλανθρωπικές αντιλήψεις και πρακτικές, συντηρώντας όλο το σύστημα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

            Οι γνώσεις της βυζαντινής ιατρικής μπορούν να ενταχθούν και να αξιοποιηθούν και στη σχολική εκπαίδευση. Κατ’  αρχήν, το φιλανθρωπικό πνεύμα του Χριστιανισμού που οδήγησε στην ίδρυση νοσοκομείων μπορεί να συνδυαστεί με το μάθημα των Θρησκευτικών. Επιπλέον, η διδασκαλία της Βυζαντινής ιστορίας στην τετάρτη δημοτικού, τη β’ γυμνασίου και λυκείου, ευνοούν την αναφορά και την ανάλυση σχετικών παραθεμάτων σχετικά με τη βυζαντινή ιατρική, ώστε να γνωρίσουν οι μαθητές τον καθημερινό βίο των Βυζαντινών. Μάλιστα, ξεχωριστό κεφάλαιο για τον καθημερινό βίο των Βυζαντινών, τη διατροφή τους , τα ήθη και έθιμά τους και γενικώς την καθημερινότητά τους, μελετάται και στην Οικιακή Οικονομία β’ γυμνασίου.

Θα μπορούσε ακόμη να συνδυαστεί και με τα εικαστικά μαθήματα, αλλά και με την καλλιέργεια της δημιουργικής γραφής, καθώς τα παιδιά θα μπορούσαν να εμπνευστούν καλλιτεχνικές δημιουργίες σχετικές με τη φυτική ύλη των φαρμάκων στο Βυζάντιο, όπως αποδίδεται στα σχετικά κείμενα ή ακόμη και ιστορίες (ποιήματα, διηγήματα), που να αφορούν στην ιατρική ύλη ή στη ζωή στα νοσοκομεία ή στην ψυχολογία των Βυζαντινών μπροστά στην ασθένεια και τον θάνατο.

Τέλος, και τα θετικά μαθήματα της χημείας και της βιολογίας μπορούν να τροφοδοτηθούν με υλικό, καθώς οι μαθητές θα μπορούσαν να μελετήσουν τις θεραπευτικές ιδιότητες ορισμένων φυτών και βοτάνων που χρησιμοποιούνταν για την παρασκευή φαρμάκων στην αρχαιότητα, κάνοντας μάλιστα και σύγκριση με τη σημερινή εποχή.

Γίνεται επομένως αντιληπτό ότι ακόμη κι ένα όχι και τόσο ευρέως διαδεδομένο γνωστικό αντικείμενο μπορεί να εγκολπωθεί στη διδακτική πράξη και να διεγείρει το ενδιαφέρον των μαθητών ανοίγοντάς τους νέους ορίζοντες έρευνας και μάθησης.

 

 

[1] F. N. Egerton, “A History of the Ecological Sciences. Part 5: Byzantine Natural History”, Bulletin of the Ecological Society of America 83, 1 (2002), 89.

[2] G. Dragon (μετάφρ. Μ. Λουκάκη) (2000). Η Γέννηση μιας Πρωτεύουσας. Η Κωνσταντινούπολη και οι Θεσμοί της από το 330 ως το 451. Μ.Ι.Ε.Τ.: Αθήνα, 15. Βλ. περισσότερα σχετικά με την ίδρυση της Πόλης, 16-52.

[3] Βλ. περισσότερα,  G. Dragon (μετάφρ. Μ. Λουκάκη) (2000), ό.π., 92-136 για τη θέση του αυτοκράτορα μέσα στην αυτοκρατορία.

[4] G. Dragon (μετάφρ. Μ. Λουκάκη) (2000), ό.π., 54.

[5] F. N. Egerton (2002), 89-90.

[6] G. T. Dennis, “Death in Byzantium”, Dumbarton Oaks Paper 55 (2001), 1-7.

[7] F. N. Egerton (2002), 90-94 (με πλούσια βιβλιογραφική αναφορά για τη βυζαντινή ιατρική εν γένει).

[8] P. Dalla-Vorgia, J. Laskaratos, P. Skiadas & D. Garanis-Papadatos, “Is Consent in Medicine a Concept Only of Modern Times?”, Journal of Medical Ethics 27 1 (2001), 59-61.

[9] H. Hunger (μετάφρ. Γ. Χ. Μακρής κ. συν.) (2005). Βυζαντινή Λογοτεχνία. Ἡ λόγια κοσμική γραμματεία τῶν Βυζαντινῶν, τόμ. Γ’: Μαθηματικά καὶ Άστρονομία, Φυσικές Ἐπιστῆμες, Ἰατρική, Πολεμική Τέχνη, Νομική Φιλολογία, Μουσική. Μ.Ι.Ε.Τ.: Αθήνα, 113.

[10] H. Hunger (μετάφρ. Γ. Χ. Μακρής κ. συν.) (2005), ό.π., 113-14.

[11] H. Hunger (μετάφρ. Γ. Χ. Μακρής κ. συν.) (2005), ό.π., 116-20.

[12] H. Hunger (μετάφρ. Γ. Χ. Μακρής κ. συν.) (2005), ό.π., 121-23.

[13] H. Hunger (μετάφρ. Γ. Χ. Μακρής κ. συν.) (2005), ό.π., 131.

[14] H. Hunger (μετάφρ. Γ. Χ. Μακρής κ. συν.) (2005), ό.π., 133 και 135.

[15] H. Hunger (μετάφρ. Γ. Χ. Μακρής κ. συν.) (2005), ό.π., 136-37.

[16] H. Hunger (μετάφρ. Γ. Χ. Μακρής κ. συν.) (2005), ό.π., 137-38.

[17] H. Hunger (μετάφρ. Γ. Χ. Μακρής κ. συν.) (2005), ό.π., 141.

[18] H. Hunger (μετάφρ. Γ. Χ. Μακρής κ. συν.) (2005), ό.π., 146.

[19] Βλ. αναλυτικότερα τον ορισμό του νοσοκομείου, P. Horden, “The earliest hospitals in Byzantium, Western Europe and Islam”, The Journal of Interdisciplinary History 35 3 (2005), 371.

[20] P. Horden (2005), 361-65.

[21] P. Horden (2005), 382-85.

[22] H. Hunger (μετάφρ. Γ. Χ. Μακρής κ. συν.) (2005), ό.π., 146.

[23] M. Kozodoy, “Medical Hebrew Medical Poetry: Uses and Context”, Indiana University Press 11 2 (2011), 213-88.

  • Δημιουργήθηκε στις
  • Τελευταία ενημέρωση στις
  • Προβολές: 141