Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ; Μια παράσταση που αποδεικνύει πόσο εκρηκτικός και καταστροφικός μπορεί να είναι ο έρωτας Αθηνά Ν. Μαλαπάνη, Φιλόλογος-Συγγραφέας
Η θεατρική παράσταση που είναι ευρύτατα δημοφιλής, Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ; του Έντουαρντ Άλπμι, προβάλλεται στο Θέατρο Αθηνών σε σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη και αποτελεί μία από τις πιο δυνατές και συγκλονιστικές παραστάσεις της εφετινής χρονιάς.
Το έργο αυτό προβάλλει την προβληματική σχέση ενός ζευγαριού, της Μάρθας και του Τζωρτζ, οι οποίοι παντρεύτηκαν για την ικανοποίηση επαγγελματικών φιλοδοξιών στον διεφθαρμένο πανεπιστημιακό χώρο. Η συνάντηση και η φιλοξενία ενός φιλικού ζευγαριού από τη Μάρθα και τον Τζωρτζ γίνεται αφορμή για να ξεσπάσει ένα (αυτο)καταστροφικό παιχνίδι μεταξύ τους, το οποίο αποδεικνύει την εκρηκτική τους σχέση, αλλά και τα μειονεκτήματα της σχέσης του φιλικού ζευγαριού που φιλοξενούν. Έτσι, αποδεικνύεται ότι ο γάμος δεν στηρίζεται πάντοτε στον έρωτα, αλλά και στα συμφέροντα, οικονομικά ή κοινωνικά ή λόγω του φόβου της εγκατάλειψης.
Ο Τζωρτζ και η Μάρθα θέτουν τον εαυτό τους σε μία σειρά δοκιμασιών, με στόχο ποιος θα καταφέρει να «επιβιώσει», να νικήσει και να επικρατήσει. Η ένταση και δραματικότητα του έργου ανεβαίνει κατακόρυφα, καθώς οι πρωταγωνιστές ανταγωνίζονται μέχρι τελικής πτώσεως. Η ανταγωνιστικότητα αυτή αποκαλύπτει σταδιακά κάθε πτυχή της προσωπικότητάς τους, αλλά και της μεταξύ τους σχέσης.
Η Μάρθα είναι μια ανταγωνιστική γυναίκα, πολύ σκληρή, αλλά και με χαμηλή αυτοεκτίμηση, καθώς θεωρεί ότι η υποτακτικότητα και η αγάπη του άντρα της, του Τζωρτζ, δεν της αξίζουν. Το νεαρό ζευγάρι ανακαλύπτει κι αυτό τα δικά του μειονεκτήματα στη σχέση τους, η οποία βασιζόταν σε μία ψεύτικη εγκυμοσύνη, αλλά και στο κίνητρο του οικονομικού οφέλους και της εξασφάλισης.
Η πλοκή της υπόθεσης ολοκληρώνεται με τη Μάρθα και τον Τζωρτζ να έχουν αλληλοκαταστραφεί από το ανταγωνιστικό παιχνίδι τους και να προσδοκούν να αναγεννηθούν από τις στάχτες τους. Η ανταγωνιστικότητά τους και η έλλειψη ενός παιδιού στον γάμο τους τους οδηγεί σε αυτήν την προβληματική σχέση, μέσα από την οποία παίζουν, δοκιμάζονται, αλληλο-αποκαλύπτονται, καταστρέφονται και προσπαθούν να ξαναγεννηθούν για να συνεχίσουν τον ανταγωνισμό τους.
Η προβληματική σχέση τους ωστόσο, οδηγεί το φιλικό ζευγάρι των συμπρωταγωνιστών τους στη διερεύνηση της δικής τους σχέσης εκ των έσω, με αποτέλεσμα να φεύγουν αγαπημένοι, αφήνοντας όμως τους δύο πρωταγωνιστές στην παραδοχή των αδυναμιών τους που τους οδηγεί στην αυτοκαταστροφή.
Οι ηθοποιοί ενσαρκώνουν με πλήρη επιτυχία τους χαρακτήρες του έργου αποδίδοντας τα έντονα συναισθήματα και τις συναισθηματικές μεταπτώσεις τους. Οι εντάσεις, η ειρωνεία και οι εναλλαγές χιούμορ με συγκίνηση και απόγνωση καθιστούν αυτήν την παράσταση εξαιρετικά δυναμική, παρασύροντας και τον θεατή σε αυτό το συναισθηματικό παιχνίδι, με αποτέλεσμα να διερωτηθεί και ο ίδιος για τον ρόλο του έρωτα στη ζωή του.