Λυσίας, Ὑπὲρ Μαντίθεου, 4-8: Ερμηνευτικά σχόλια, Καθηγήτρια: Αθηνά Μαλαπάνη, Φιλόλογος Πανεπιστημίου Αθηνών
Λυσίας, Ὑπὲρ Μαντίθεου, 4-8: Ερμηνευτικά σχόλια
Καθηγήτρια: Αθηνά Μαλαπάνη, Φιλόλογος Πανεπιστημίου Αθηνών
Παράγραφοι 4-5: Ο Μαντίθεος αναφέρει ότι δεν βρισκόταν στην Αθήνα την εποχή των Τριάκοντα τυράννων. Είχε φύγει από την πόλη πριν από την ήττα των Αθηναίων στον Πελοποννησιακό πόλεμο και βρισκόταν στον Πόντο, κοντά στον Σάτυρο όπου μάθαινε το εμπόριο. Επέστρεψε στην Αθήνα πέντε ημέρες πριν από την κατάλυση της τυραννίδας από τους δημοκρατικούς και την επαναφορά της δημοκρατίας. Θα ήταν πολύ δύσκολο λοιπόν, να είχε κερδίσει κάποιο πολιτειακό αξίωμα μέσα σε τόσο λίγο χρονικό διάστημα. Επιπλέον, οι ίδιοι οι Τριάκοντα είχαν εσωτερικά προβλήματα και διχόνοιες, με αποτέλεσμα όχι μόνο να μην εμπιστεύονται κανέναν που δεν βρισκόταν στην πόλη ή δεν είχε διαπράξει κανένα αδίκημα, αλλά μάλιστα να αφαιρούν αξιώματα και από συνεργάτες τους και ομοϊδεάτες τους που τους είχαν βοηθήσει να καταλύσουν το δημοκρατικό πολίτευμα.
Αυτό το επιχείρημα του Μαντίθεου είναι λογικοφανές, αλλά όχι απόλυτα πειστικό, γιατί θα μπορούσε να είχε αποκτήσει κάποιο αξίωμα έστω και την τελευταία περίοδο της τυραννίδας των Τριάκοντα.
Παράγραφοι 6-7: Στις παραγράφους 6-7, ο Μαντίθεος χρησιμοποιεί ἄτεχνες πίστεις, δηλαδή τεκμήρια, επίσημα έγγραφα του κράτους. Πιο συγκεκριμένα, θεωρεί ότι είναι ανόητο να χρησιμοποιείται το πινάκιο όπου είχαν καταγραφεί τα ονόματα των ιππέων την περίοδο των Τριάκοντα, γιατί ήταν εκτεθειμένο σε κοινή θέα και κατασκευασμένο από γύψο, άρα ο καθένας μπορούσε να παρέμβει και να διαστρεβλώσει το περιεχόμενό του. Άλλωστε, πολλοί που τότε έλειπαν αποδεδειγμένα από την πατρίδα, είχαν καταγραφεί, ενώ άλλοι που είχαν ομολογήσει ότι υπηρέτησαν ως ιππείς, δεν ήταν καταγεγραμμένοι. Ο Μαντίθεος αποδυναμώνει την ισχύ αυτού του τεκμηρίου με λογικοφανή επιχειρήματα και προτείνει ένα άλλο τεκμήριο, τους καταλόγους.
Οι κατάλογοι περιείχαν τα ονόματα των ιππέων καταγεγραμμένα από τους φυλάρχους, τους αρχηγούς των δέκα φυλών των Αθηνών. Οι φύλαρχοι ήταν υποχρεωμένοι να καταγράψουν τα ονόματα των ιππέων σωστά, γιατί αν δεν το έκαναν, οι ιππείς δεν θα επέστρεφαν την κατάστασιν και θα την ζημιώνονταν οι φύλαρχοι. Η κατάστασις ήταν το επίδομα των ιππέων που έπαιρναν στην έναρξη της θητείας τους και έπρεπε να το επιστρέψουν στο τέλος. Επομένως, δεν συνέφερε τους φυλάρχους να χρεωθούν την κατάστασιν ενός ιππέα. Αυτό το επιχείρημα του Μαντίθεου είναι λογικοφανές και αληθοφανές, αλλά δεν φέρνει τον κατάλογο στο βουλευτήριο κι έτσι, αποδυναμώνεται η ισχύς και η πειστικότητά του.
Παράγραφος 8: Ο Μαντίθεος ισχυρίζεται ότι δεν θα αρνιόταν εάν είχε υπηρετήσει ως ιππέας την εποχή των Τριάκοντα, καθώς θα ήταν σίγουρος ότι δεν έβλαψε κανέναν από τους συμπολίτες του. Το γεγονός ότι αξιώνει για μία ακόμα φορά τη βουλή των Πεντακοσίων να τον υποβάλει σε δοκιμασία ώστε να αποδείξει πόσο συνετός και χρηστός πολίτης είναι, μαρτυρά την αυτοπεποίθηση του για την αθωότητά του και το ότι ποτέ δεν διασάλεψε τη δημοκρατία. Αυτό αποτελεί ένα δυναμικό, αλλά όχι ατράνταχτο επιχείρημα.
Τέλος, ο Μαντίθεος πιστεύει ότι η κατηγορία του υποκινείται από συκοφαντίες συμπολιτών του που θέλουν να του θέσουν φραγμό στην πολιτική του καριέρα, καθώς πολλοί από αυτούς που είχαν αποδεδειγμένα συνεργαστεί με τους Τριάκοντα, τώρα κατέχουν πολιτικά και στρατιωτικά αξιώματα στη δημοκρατική Αθήνα. Άρα, το βαθύτερο αίτιο της κατηγορίας του Μαντίθεου είναι η συκοφαντία.