Αυτογονία, του Αύγουστου Κορτώ
Η Αυτογονία, θεατρικό κείμενο του Αύγουστου Κορτώ, ανεβαίνει στη θεατρική σκηνή του θεάτρου «Αλκμήνη» και παρουσιάζει τις αναζητήσεις τριών μεγάλων ποιητριών για τη ζωή μέσα από τα μονοπάτια της γλώσσας και της λογοτεχνικής δημιουργίας.
Πρόκειται για ένα φιλοσοφικό κείμενο, που ψυχογραφεί και ψυχαναλύει τις ηρωίδες του μέσα από τα λογοτεχνικά τους έργα, αλλά και τα γνωστά βιογραφικά τους στοιχεία, όπως έχουν καταγραφεί από πολυάριθμους μελετητές. Η Βιρτζίνια Γουλφ, η Σύλβια Πλαθ και η Σάρα Κέιν προβάλλουν τους προσωπικούς τους προβληματισμούς για το νόημα της ζωής και του θανάτου, αλλά και τον ρόλο της λογοτεχνίας στην ψυχοπνευματική καλλιέργεια, έκφραση και διεύρυνση του ανθρώπου.
[the_ad id=”24722″]Καταλυτική μορφή στο έργο αποτελεί ο Κώστας (Καρυωτάκης), ο οποίος διαδραματίζει τον ρόλο του διαμεσολαβητή ανάμεσα στον Θεό και τους ανθρώπους. Η μορφή του αποδίδεται τόσο στο κείμενο όσο και στο θεατρικό με κάποια δόση ειρωνείας, απαραίτητη για να ενεργοποιήσει τις ηρωίδες και να τις κάνει να προβούν σε τολμηρές και πολύ προσωπικές εξομολογήσεις. Βέβαια, αυτή η σχέση με τις ποιήτριες λειτουργεί αμφίδρομα για τον Κώστα, καθώς επιδρά και στον ψυχισμό του ίδιου. Εξάλλου, ο Καρυωτάκης υπήρξε καταθλιπτικός ποιητής και εμπνεύστηκε από τον κύκλο των καταραμένων ποιητών. Αναπόφευκτα λοιπόν, και ο ίδιος συντελεί στην ψυχογράφηση των ηρωίδων, αλλά και ψυχογραφείται και ψυχαναλύεται, με στόχο τη δική του κάθαρση, όπως θα αποδειχθεί στην πορεία.
Τρεις δραματικοί μονόλογοι λοιπόν, αποτελούν ένα καίριο σημείο του έργου, καθώς οι ποιήτριες ξετυλίγουν το κουβάρι των σκέψεων και των συναισθημάτων τους. Λογοτεχνία, ποίηση, σκέψεις, ιδέες και συναισθήματα πλέκονται ακαθόριστα και παρουσιάζουν ανάγλυφο τον εσωτερικό κόσμο, τον ταραγμένο ψυχισμό των ηρωίδων, οι οποίες ώριμες πια, καλούνται να αποφασίσουν εάν θα αυτογονήσουν, εάν θα γεννηθούν ξανά σε μια νέα εκδοχή της ζωής τους, όπου θα τους δοθεί και πάλι η ευκαιρία να διαμορφώσουν τα πράγματα όπως εκείνες το επιθυμούν και ίσως, και καλύτερα.
Το δίλημμα της επιλογής τις καθιστά τραγικά πρόσωπα. Μέσα από την εσωτερική και εξωτερική σύγκρουση όμως, αναδεικνύεται για μία ακόμη φορά η δύναμη ψυχής τους και η ωριμότητα των σκέψεών τους για τη ζωή και τον θάνατο.
Το τέλος του έργου εμπλέκει δημιουργικά την τέχνη (ποίηση, θέατρο και λογοτεχνία) με την πραγματικότητα, φέρνοντας σε επαφή τη Σάρα και τον Κώστα, ολοκληρώνοντας έτσι την ψυχογράφηση των δύο αυτών ηρώων. Η Σάρα πιστεύει ότι η ίδια η ζωή αποτελεί ένα έργο τέχνης, όπως το θέατρο ή ένας ζωγραφικός πίνακας. Έτσι, όλοι είμαστε θεατές και διαδραματίζουμε τον δικό μας ρόλο. Η τέχνη μας κρατάει ζωντανούς στο μυαλό των άλλων, μας καθιστά αθάνατους. Μένει λοιπόν στον θάνατο, ελπίζοντας πως αυτό δεν ισχύει, πως ο θάνατος δεν είναι για πάντα, αυτό που διαρκεί. Την ίδια άποψη έχει και ο αυτόχειρας Κώστας Καρυωτάκης.
Επομένως, η λύτρωση έρχεται για τις άλλες ηρωίδες, αλλά όχι για τη Σάρα και τον Κώστα, που παραμένουν στον θάνατο. Εντούτοις, το ότι και ο θάνατος αποτελεί μια άλλη διάσταση ζωής, καθώς επίσης και το ότι αποτελεί προσωπική τους επιλογή θα λέγαμε ότι αποτελεί από μόνο του μια σημαντική λύτρωση και ικανοποίηση ου εγώ, όχι με την εγωπαθή σημασία, αλλά με την έννοια της αυτονομίας και ελεύθερης βούλησης.
Οι ερμηνείες των ηθοποιών υπήρξαν συγκλονιστικές, καθώς οι ρόλοι είχαν προσεγγιστεί στον καλύτερο βαθμό. Η λιτότητα των σκηνικών και των κοστουμιών δεν στερεί τίποτα απολύτως από την ποιότητα του έργου. Αντιθέτως, είναι αναγκαία, καθώς αναδεικνύει τον ψυχισμό των ηρωίδων, αλλά και τη δυναμική και δύναμη της υποκριτικής τεχνικής των ηθοποιών.
_
γράφει η Αθηνά Μαλαπάνη, MA in Classics